bn:00032675n
Noun Concept
Categories: Παραγωγή, Βιομηχανία, Βιομηχανική επανάσταση
EL
εργοστάσιο  εργάτης  εργοστάσια  εργοστάσια παραγωγής  εργοστάσιο κατασκευής
EL
Μεγάλη μονάδα βιομηχανικής παραγωγής με μόνιμες εγκαταστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
English:
manufacturing
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλη μονάδα βιομηχανικής παραγωγής με μόνιμες εγκαταστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Το εργοστάσιο είναι ένα κτήριο μέσα στο οποίο, με τη βοήθεια των μηχανημάτων και τη σημαντικότατη συνεισφορά εργασίας από τους εργάτες, παράγονται σήμερα όλα σχεδόν τα βιομηχανικά είδη, είτε αυτά χρειάζονται πάλι για την παραγωγή είτε είναι καταναλωτικά αγαθά. Wikipedia