bn:00006531n
Noun Concept
EL
συνέταιρος
EL
Άτομο που συνεργάζεται με άλλους σε κάποιες εργασίες, ασχολίες, επιχειρήσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο που συνεργάζεται με άλλους σε κάποιες εργασίες, ασχολίες, επιχειρήσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet