bn:00007294n
Noun Concept
EL
εξουσιοδότηση  επικύρωση  κύρωση
EL
Παραχώρηση σε κάποιον του δικαιώματος να ενεργήσει αντί για άλλον και ιδίως η ανάθεση σε κάποιον να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό άλλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παραχώρηση σε κάποιον του δικαιώματος να ενεργήσει αντί για άλλον και ιδίως η ανάθεση σε κάποιον να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό άλλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet