bn:00061661n
Noun Concept
EL
άδεια
EL
Η παραχώρηση δικαιώματος, η συγκατάθεση, το να επιτρέπει κανείς σε κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
English:
philosophy
Definitions
Relations
Sources
EL
Η παραχώρηση δικαιώματος, η συγκατάθεση, το να επιτρέπει κανείς σε κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet