bn:00007338n
Noun Concept
EL
αυτοερωτισμός  αυτοϊκανοποίηση  autoeroticism  autoerotism
EL
Η πρόκληση και η ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας, χωρίς τη συμμετοχή συντρόφου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πρόκληση και η ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας, χωρίς τη συμμετοχή συντρόφου Greek Open Multilingual WordNet
Ο αυτοερωτισμός, ή αυτοσεξουαλικότητα, είναι πρακτική σεξουαλικής διέγερσης του ίδιου του εαυτού ενός ατόμου, ειδικά του ίδιου του σώματός του, μέσω συσσώρευσης εσωτερικών ερεθισμάτων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations