bn:00007448n
Noun Concept
Categories: Λεωφόρος
EL
λεωφόρος  allée  αστική λεωφόρο  λεωφόρο
EL
Δρόμος φαρδύς και μεγάλου μήκους που βρίσκεται μέσα στη πόλη ή που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα Greek Open Multilingual WordNet
English:
landscape
Definitions
Relations
Sources
EL
Δρόμος φαρδύς και μεγάλου μήκους που βρίσκεται μέσα στη πόλη ή που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα Greek Open Multilingual WordNet
Ως Λεωφόρος [λέως + φέρω] θεωρείται μία μεγάλη κεντρική οδός μεγάλου μήκους και πλάτους που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations