bn:00007517n
Noun Concept
Categories: Όπλα, Μηχανικά εργαλεία χειρός
EL
τσεκούρι  πέλεκυς  πελέκι  τσεκούρι φωτιά
EL
Εργαλείο με βαριά κοφτερή λεπίδα στην άκρη ενός στελέχους για το κόψιμο δέντρων, ξύλων σε κομμάτια και άλλες χρήσεις Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο με βαριά κοφτερή λεπίδα στην άκρη ενός στελέχους για το κόψιμο δέντρων, ξύλων σε κομμάτια και άλλες χρήσεις Greek Open Multilingual WordNet
To τσεκούρι ή πέλεκυς είναι κοπτικό εργαλείο με πλατιά λεπίδα διαφόρων σχημάτων στο άκρο λαβής, συνήθως ξύλινη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations