bn:00007674n
Noun Concept
EL
νεογιλός  πρώτο δόντι  δόντι γάλακτος  δόντι του μωρού  δόντι φυλλοβόλα
EL
(για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, τα πρώτα προσωρινά δόντια των παιδιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources