bn:00077593n
Noun Concept
Categories: Δόντια, Οδοντιατρική
EL
δόντι  δόντια  Ανθρώπινο δόντι
EL
Καθένα από τα οστεοειδή όργανα που είναι συμμετρικά διατεταγμένα μέσα στη στοματική κοιλότητα, στη γνάθο των σπονδυλωτών, και χρησιμεύουν στο δάγκωμα, στο μάσημα ή σε περιπτώσεις επίθεσης ή άμυνας Greek Open Multilingual WordNet
English:
animal
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα οστεοειδή όργανα που είναι συμμετρικά διατεταγμένα μέσα στη στοματική κοιλότητα, στη γνάθο των σπονδυλωτών, και χρησιμεύουν στο δάγκωμα, στο μάσημα ή σε περιπτώσεις επίθεσης ή άμυνας Greek Open Multilingual WordNet
Το δόντι αποτελεί όργανο του γαστρεντερικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στην στοματική κοιλότητα και στηρίζεται στο οστό των γνάθων. Wikipedia
σκληρή, ασβεστοποιημένη δομή,στα σαγόνια (ή στο στόμα) πολλών σπονδυλωτών και χρησιμοποιείται για να διαλύσει τα τρόφιμα Wikidata
Όργανο του γαστρεντερικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στο στόμα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
Wikipedia Translations