bn:00007831n
Noun Concept
EL
ύπτιο
EL
(αθλητισμός) το στυλ της κολύμβησης κατά το οποίο το σώμα του κολυμβητή είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω και τα χέρια κινούνται προς τα πίσω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(αθλητισμός) το στυλ της κολύμβησης κατά το οποίο το σώμα του κολυμβητή είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω και τα χέρια κινούνται προς τα πίσω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations