bn:00008232n
Noun Concept
EL
βάλσαμο τολουένιο  tolu  tolu βάλσαμο  βάλσαμο του tolu
EL
Αρωματικό κιτρινωπό βάλσαμο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως συστατικό σε σιρόπια για βήχα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρωματικό κιτρινωπό βάλσαμο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως συστατικό σε σιρόπια για βήχα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations