bn:00071837n
Noun Concept
Categories: Γλυκά, Φαρμακευτική
EL
σιρόπι  απλό σιρόπι  σιρόπια
EL
Παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή νερού που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources