bn:00008370n
Noun Concept
EL
κουμπαράς  κέρμα τράπεζα
EL
Μικρό δοχείο με ένα στενό άνοιγμα στο επάνω μέρος, για να ρίχνουν κέρματα ή και χαρτονομίσματα για αποταμίευση (στο σπίτι) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό δοχείο με ένα στενό άνοιγμα στο επάνω μέρος, για να ρίχνουν κέρματα ή και χαρτονομίσματα για αποταμίευση (στο σπίτι) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations