bn:00008618n
Noun Concept
Categories: Είδη ελαχίστης ανησυχίας (LC)
EL
τυτώ  κουκουβάγια Tyto alba  πεπλόγλαυκα  Κλαψοπούλι  tyto alba
EL
Είδος κουκουβάγιας η οποία κατοικεί σε στάβλους και σε αποθήκες. Η παρουσία της βοηθάει στον έλεγχο των τρωκτικών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος κουκουβάγιας η οποία κατοικεί σε στάβλους και σε αποθήκες. Η παρουσία της βοηθάει στον έλεγχο των τρωκτικών Greek Open Multilingual WordNet
Η τυτώ είναι γλαυκόμορφο πτηνό της οικογενείας των Τυτονιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections