bn:00008722n
Noun Concept
EL
δικηγόρος  συνηγόρος  δικηγόρος-at-law  συνήγορος
EL
συνήγορος, δικηγόρος με δικαίωμα αγόρευσης στα δικαστήρια, κυρίως στη Βρετανία και σε περιοχές που ακολουθούν συναφείς διακρίσεις αρμοδιοτήτων στο νομικό επάγγελμα Wikidata
Definitions
Relations
Sources
EL
συνήγορος, δικηγόρος με δικαίωμα αγόρευσης στα δικαστήρια, κυρίως στη Βρετανία και σε περιοχές που ακολουθούν συναφείς διακρίσεις αρμοδιοτήτων στο νομικό επάγγελμα Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations