bn:00009324n
Noun Concept
EL
φασολιά  φασόλι εργοστάσιο
EL
Μονοετές ποώδες φυτό, κοντό θαμνόμορφο ή αναρριχητικό, του οποίου οι καρποί (τα φασόλια) τρώγονται χλωροί ή ξεροί και έχουν μεγάλη θρεπτική αξία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μονοετές ποώδες φυτό, κοντό θαμνόμορφο ή αναρριχητικό, του οποίου οι καρποί (τα φασόλια) τρώγονται χλωροί ή ξεροί και έχουν μεγάλη θρεπτική αξία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations