bn:00009322n
Noun Concept
Categories: Χορτοφαγική κουζίνα, Όσπρια
EL
φασόλι  Φασόλια  βρώσιμα φασόλια
EL
Ο καρπός της φασολιάς (είτε ο λοβός είτε καθένα από τα σπέρματα που υπάρχουν μέσα στο λοβό) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources