bn:00009646n
Noun Concept
EL
απατεώνας  cheater  απατεών
EL
Πρόσωπο που κάνει απάτες, που συστηματικά εξαπατά τους άλλους προς όφελός του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσωπο που κάνει απάτες, που συστηματικά εξαπατά τους άλλους προς όφελός του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations