bn:00083353v
Verb Concept
EL
ρίχνω
EL
(λαϊκιστί) με επιδεξιότητα εξαπατώ κάποιον για να ωφεληθώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(λαϊκιστί) με επιδεξιότητα εξαπατώ κάποιον για να ωφεληθώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet