bn:00009899n
Noun Concept
EL
εκκλησιαστικά εφημέριου  εκκλησιαστικής εφημέριου  εκκλησιαστικό χορήγημα εφημέριου  εφημέριου
EN
An endowed church office giving income to its holder WordNet 3.0
Relations
Sources