bn:00010110n
Noun Concept
EL
δωρητής  απονεμών
EL
Αυτός ο οποίος κάνει μία δωρεά (χρημάτων ή άλλης περιουσίας) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός ο οποίος κάνει μία δωρεά (χρημάτων ή άλλης περιουσίας) Greek Open Multilingual WordNet
Σελίδα αποσαφήνισης εγχειρημάτων Wikimedia Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations