bn:00088803v
Verb Concept
EL
δωρίζω  χαρίζω
EL
Προσφέρω κάτι ως δώρο, χαρίζω σε κάποιον κάτι, του το κάνω δώρο, συνήθως σε γιορτή, επέτειο κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσφέρω κάτι ως δώρο, χαρίζω σε κάποιον κάτι, του το κάνω δώρο, συνήθως σε γιορτή, επέτειο κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary