bn:00010429n
Noun Concept
Categories: Αξεσουάρ, Σκεύη
EL
πορτοφόλι  notecase
EL
Ειδική θήκη που συνήθως διπλώνει και διαθέτει χωρίσματα για την τοποθέτηση και τη φύλαξη χρημάτων ή άλλων προσωπικών εγγράφων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδική θήκη που συνήθως διπλώνει και διαθέτει χωρίσματα για την τοποθέτηση και τη φύλαξη χρημάτων ή άλλων προσωπικών εγγράφων Greek Open Multilingual WordNet
Ένα πορτοφόλι είναι μια μικρή, επίπεδη θήκη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά τόσο μικρών προσωπικών αντικειμένων, όπως χαρτονομίσματα, πιστωτικές κάρτες και έγγραφα ταυτότητας, φωτογραφίες, κάρτα διέλευσης, επαγγελματικές κάρτες και άλλες χάρτινες ή πλαστικοποιημένες κάρτες. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations