bn:00016405n
Noun Concept
EL
θήκη  περίβλημα
EL
(γενικά) καθετί που είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε μέσα του να τοποθετείται και να φυλάσσεται ένα αντικείμενο (ή σύνολο ομοειδών αντικειμένων) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γενικά) καθετί που είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε μέσα του να τοποθετείται και να φυλάσσεται ένα αντικείμενο (ή σύνολο ομοειδών αντικειμένων) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet