bn:00010672n
Noun Concept
EL
αντισυλληπτικό  μέσο αντισύλληψης  αντισυλληπτική συσκευή  αντισυλληπτικός  γέννηση συσκευή ελέγχου
EL
Κάθε μέσο ή αιτία που αποτρέπει την τεκνοποίηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources