bn:00021666n
Noun Concept
Categories: Σεξουαλικότητα, Ιατρική τεχνολογία, Πέος
EL
προφυλακτικό  προφυλακτικά
EL
Το ελαστικό κάλυμμα του πέους που χρησιμοποιείται κατά τη σεξουαλική επαφή, ως μέσο αντισύλληψης και προστασίας από μεταδοτικά νοσήματα Greek Open Multilingual WordNet
English:
Male
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ελαστικό κάλυμμα του πέους που χρησιμοποιείται κατά τη σεξουαλική επαφή, ως μέσο αντισύλληψης και προστασίας από μεταδοτικά νοσήματα Greek Open Multilingual WordNet
Το προφυλακτικό είναι ένα αντικείμενο που συνήθως φτιάχνεται από λάτεξ ή πολυουρεθάνη και χρησιμοποιείται κατά τη σεξουαλική πράξη, με σκοπό την αποφυγή εγκυμοσύνης και μετάδοσης σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων όπως η σύφιλη και το AIDS. Υπάρχουν τόσο αντρικά όσο και γυναικεία προφυλακτικά, αλλά τα πρώτα είναι πιο διαδεδομένα. Wikipedia
Αντικείμενο φτιαγμένο συνήθως από latex ή πολυουρεθάνη που χρησιμοποιείται κατά την σεξουαλική πράξη για την αποφυγή εγκυμοσύνης και μετάδοσης σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations