bn:00010805n
Noun Concept
EL
κατασκήνωση  καταυλισμός  στρατόπεδο  εργοτάξιο  σταθμός
EL
Η προσωρινή διαμονή του στρατού σε σκηνές ή άλλα καταλύματα στην ύπαιθρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources