bn:00051644n
Noun Concept
EL
διαμέρισμα  διαμονή  κατάλυμα  κατοικημένους χώρους  τέταρτα
EL
Διαθέσιμος χώρος για παραμονή και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο (συνήθως για περιορισμένο χρονικό διάστημα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διαθέσιμος χώρος για παραμονή και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο (συνήθως για περιορισμένο χρονικό διάστημα) Greek Open Multilingual WordNet