bn:00011033n
Noun Concept
EL
απεργοσπάστης  απεργοσπάστες  απεργοσπαστική
EL
Κάποιος που δουλεύει κατά τη διάρκεια μιας απεργίας Greek Open Multilingual WordNet
English:
Union
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που δουλεύει κατά τη διάρκεια μιας απεργίας Greek Open Multilingual WordNet
Απεργοσπάστης είναι κάποιος που δουλεύει παρότι στον χώρο εργασίας του έχει κηρυχθεί απεργία. Wikipedia