bn:00011259n
Noun Concept
EL
τυφλό έντερο  Τυφλό  gastrovascular κοιλότητα  τυφλού
EL
Η αρχική κοιλότητα του παχέoς εντέρου στην οποία ανοίγει ο ειλεός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources