bn:00011509n
Noun Concept
EL
σύκο
EL
Σαρκώδης, εδώδιμος, πρασινοκίτρινος ή μοβ αχλαδόμορφος καρπός της συκιάς, με μικρή οπή (αφαλό ή μάτι) στην κορυφή του. Καταναλώνεται νωπός ή ξηρός, έχει μεγάλη θρεπτική αξία και ευρεία χρήση στη ζαχαροπλαστική Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σαρκώδης, εδώδιμος, πρασινοκίτρινος ή μοβ αχλαδόμορφος καρπός της συκιάς, με μικρή οπή (αφαλό ή μάτι) στην κορυφή του. Καταναλώνεται νωπός ή ξηρός, έχει μεγάλη θρεπτική αξία και ευρεία χρήση στη ζαχαροπλαστική Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet