bn:00011917n
Noun Concept
Categories: Βόμβες
EL
βόμβα  βομβιστικές επιθέσεις  βόμβες
EL
Θήκη γεμάτη με εκρηκτική γόμωση που εκρήγνυται με μηχανισμό εκπυρσοκρότησης ή με πρόσκρουση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Θήκη γεμάτη με εκρηκτική γόμωση που εκρήγνυται με μηχανισμό εκπυρσοκρότησης ή με πρόσκρουση Greek Open Multilingual WordNet
Ως βόμβα χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε βλήμα που φέρει εντός κοιλότητας εκρηκτικό υλικό ή εμπρηστικό υλικό ή άλλο χημικό και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης. Wikipedia
Συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki