bn:00032351n
Noun Concept
EL
εκρηκτική συσκευή  εκρηκτικούς μηχανισμούς  εκρηκτικός μηχανισμός  εκρηκτικών μηχανισμών
EL
Συσκευή που εκρήγνυται βίαια, απότομα με μηχανισμό εκπυρσοκρότησης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources