bn:00012468n
Noun Concept
EL
τόξο
EL
Όπλο που αποτελείται από καμπύλο μακρύ στέλεχος του οποίου οι δυο άκρες συνδέονται με ευθύ σχοινί ή με ειδικό ελατήριο, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται το βέλος που ρίχνεται προς συγκεκριμένο στόχο Greek Open Multilingual WordNet
English:
weapon
archery
Definitions
Relations
Sources
EL
Όπλο που αποτελείται από καμπύλο μακρύ στέλεχος του οποίου οι δυο άκρες συνδέονται με ευθύ σχοινί ή με ειδικό ελατήριο, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται το βέλος που ρίχνεται προς συγκεκριμένο στόχο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations