bn:00023989n
Noun Concept
Categories: Όπλα
EL
βαλλίστρα  καταπέλτης  crossbowmen  βαλλίστρες  σταυρό-τόξο
EL
(κατά την αρχαιότητα) πολεμική πολιορκητική μηχανή, την οποία αποτελούσε ένας μεγάλος μοχλός στερεωμένος πάνω σε ξύλινη, τροχοφόρο βάση, ώστε όταν έκοβαν τα σχοινιά που έδεναν το άκρο του μοχλού στη βάση, αυτός να εκτινάσσεται με δύναμη εκτοξεύοντας σε μακρινή απόσταση βέλη, λίθους, φλεγόμενα αντικείμενα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(κατά την αρχαιότητα) πολεμική πολιορκητική μηχανή, την οποία αποτελούσε ένας μεγάλος μοχλός στερεωμένος πάνω σε ξύλινη, τροχοφόρο βάση, ώστε όταν έκοβαν τα σχοινιά που έδεναν το άκρο του μοχλού στη βάση, αυτός να εκτινάσσεται με δύναμη εκτοξεύοντας σε μακρινή απόσταση βέλη, λίθους, φλεγόμενα αντικείμενα Greek Open Multilingual WordNet
Η βαλλίστρα είναι όπλο που χρησιμοποιεί μια ελαστική συσκευή εκτόξευσης που αποτελείται από ένα εξάρτημα που μοιάζει με τόξο, τοποθετημένο οριζόντια σε ένα κύριο πλαίσιο, το οποίο κρατείται στο χέρι με παρόμοιο τρόπο με τη λαβή ενός μακρού πυροβόλου όπλου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations