bn:00012869n
Noun Concept
EL
διατάραξη κοινής ησυχίας  διατάραξη τάξης  άτακτη συμπεριφορά  παραβίαση της ειρήνης  διατάραξη της ειρήνης
EL
(νομική) πταίσμα κατά το οποίο ο δράστης διαταράσσει με υπερβολικούς θορύβους τη νυχτερινή ησυχία των κατοίκων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(νομική) πταίσμα κατά το οποίο ο δράστης διαταράσσει με υπερβολικούς θορύβους τη νυχτερινή ησυχία των κατοίκων Greek Open Multilingual WordNet