bn:00012907n
Noun Concept
EL
διακοπή
EL
Η προσωρινή αναστολή της συνέχειας κάποιας ενέργειας ή διαδικασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προσωρινή αναστολή της συνέχειας κάποιας ενέργειας ή διαδικασίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet