bn:00013097n
Noun Concept
EL
χαλινάρι  γκέμι
EL
(συνήθ. πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων που προσαρμόζουν στο κεφάλι ενός υποζυγίου για να το συγκρατούν και για να το κατευθύνουν, γκέμι, ηνίο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθ. πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων που προσαρμόζουν στο κεφάλι ενός υποζυγίου για να το συγκρατούν και για να το κατευθύνουν, γκέμι, ηνίο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikipedia Translations