bn:00013220n
Noun Concept
EL
φάβα
EL
Ο μικρός φαγώσιμος στρογγυλός, πρασινωπός ή κιτρινωπός καρπός από το φυτό λαθούρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μικρός φαγώσιμος στρογγυλός, πρασινωπός ή κιτρινωπός καρπός από το φυτό λαθούρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations