bn:00013745n
Noun Concept
Categories: Ηλεκτρικοί λαμπτήρες, Φωτεινές πηγές
EL
λάμπα  λαμπτήρας πυράκτωσης  ηλεκτρική λάμπα  ηλεκτρική λυχνία  Λαμπτήρας αλογόνου
EL
Συσκευή που χρησιμεύει για φωτισμό και αποτελείται από ένα γυάλινο γλόμπο και μια βάση η οποία συνδεόμενη με ηλεκτρικό κύκλωμα μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε φως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή που χρησιμεύει για φωτισμό και αποτελείται από ένα γυάλινο γλόμπο και μια βάση η οποία συνδεόμενη με ηλεκτρικό κύκλωμα μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε φως Greek Open Multilingual WordNet
Ο λαμπτήρας πυρακτώσεως είναι γνωστή συσκευή παραγωγής φωτός που εφευρέθηκε από τον Αμερικανό Τόμας Έντισον, τον οποίο παρουσίασε για πρώτη φορά στις 31 Δεκεμβρίου του 1879. Wikipedia