bn:00014025n
Noun Concept
EL
ηλεκτροπληξία  θάνατος από ηλεκτροπληξία
EL
Η θανάτωση με ηλεκτροπληξία εγκληματιών που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο, συνήθως με ηλεκτρική καρέκλα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources