bn:00087524v
Verb Concept
EL
θανατώνω στην ηλεκτρική καρέκλα
EL
Σκοτώνω, θανατώνω κάποιον στην ηλεκτρική καρέκλα, κάνοντάς του ηλεκτροπληξία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σκοτώνω, θανατώνω κάποιον στην ηλεκτρική καρέκλα, κάνοντάς του ηλεκτροπληξία Greek Open Multilingual WordNet