bn:00014066n
Noun Concept
Categories: Εκρηκτικά, Κίνδυνοι
EL
έκρηξη  σκάσιμο
EL
Η ενέργεια του εκρήγνυται ή σκάει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του εκρήγνυται ή σκάει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Έκρηξη είναι η απότομη μεταβολή του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη στον χώρο που συνεπάγεται απότομη απελευθέρωση ενέργειας και συνοδεύεται ενίοτε από παραγωγή θερμότητας και αερίων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary