bn:00014083n
Noun Concept
EL
σακαράκα  σαράβαλο  παλαιό αυτοκίνητο
EL
Κάθε αυτοκίνητο που είναι παλιό και δεν λειτουργεί πια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε αυτοκίνητο που είναι παλιό και δεν λειτουργεί πια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations