bn:00107787a
Adjective Concept
EL
παλαιός
EL
Αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρχε στο παρελθόν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρχε στο παρελθόν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet