bn:00014710n
Noun Concept
EL
μήνας  ημερολογιακός μήνας  μήνα  ημερολογιακό μήνα  μήνες
EL
Μία από τις 12 διαιρέσεις του ημερολογιακού έτους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μία από τις 12 διαιρέσεις του ημερολογιακού έτους Greek Open Multilingual WordNet
Περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations