bn:00014839n
Noun Concept
EL
επάγγελμα  καριέρα  θεία κλήση  κλήση  επαγγέλματα
EL
Η συγκεκριμένη απασχόληση για την οποία έχει κανείς εκπαιδευτεί Greek Open Multilingual WordNet
English:
LDS Church
religious
Mormonism
Definitions
Relations
Sources