bn:00015233n
Noun Concept
EL
ζαχαροπλαστείο  ζαχαροπλαστικής  γλυκίσματα  κατάστημα καραμέλα  ψιλικατζίδικο
EL
Το κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται, πωλούνται ή και σερβίρονται γλυκά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources