bn:00015400n
Noun Concept
Categories: Εκρηκτικά
EL
Πυροκροτητής  καψούλι  εκρηκτικό συσκευή  πυροκροτητές  πυροκροτητή
EL
Μεταλλική θήκη με πυροκροτική ύλη που μεταδίδει τη φωτιά στο γέμισμα του φυσιγγίου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεταλλική θήκη με πυροκροτική ύλη που μεταδίδει τη φωτιά στο γέμισμα του φυσιγγίου Greek Open Multilingual WordNet
Πυροκροτητής είναι ένας άνθρωπος που προκαλεί την πυροδότηση εκρηκτικής ύλης ή εκρηκτικού μηχανισμού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet