bn:00015405n
Noun Concept
EL
επίθεση  θήκη  κάλυμμα  κορόνα  κορώνα
EL
(οδοντιατρική) προστατευτικό, μεταλλικό συνήθως, κάλυμμα που προσαρμόζεται πάνω σε σπασμένο ή σαπισμένο δόντι Greek Open Multilingual WordNet
English:
dentistry
Definitions
Relations
Sources
EL
(οδοντιατρική) προστατευτικό, μεταλλικό συνήθως, κάλυμμα που προσαρμόζεται πάνω σε σπασμένο ή σαπισμένο δόντι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations